- αναγελώ
- alay etmek, haline gülmek, gülünç bulmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αναγελώ — ( άω) (Α ἀναγελῶ) νεοελλ. 1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ 2. έχω χαρούμενη έκφραση αρχ. γελώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γελῶ] … Dictionary of Greek
αναγελώ — ασα, γελώ επιδειχτικά, εμπαίζω, κοροϊδεύω: Αναγελούσε το καθετί, γι αυτό και κανείς δεν τον συμπαθούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγέλασμα — το [αναγελώ] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, κοροϊδία 2. ο άξιος εμπαιγμού, ο περίγελος τών άλλων … Dictionary of Greek
αναγελαστής — ο (θηλ. άστρα) [αναγελώ] αυτός που περιπαίζει, που ειρωνεύεται τους άλλους, είρωνας, χλευαστής, σαρκαστικός 2. αυτός που σέ ξεγελά, δόλιος «μια μοίρα αναγελάστρα» … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek